-
1 μετοίχομαι
A go after, go in quest of,τούσδε μετοιχόμενος Il.10.111
;κῆρυξ δὲ μετῴχετο θεῖον ἀοιδόν Od.8.47
: c. acc. rei, = μετέρχομαι IV.3, .2 with hostile intent, rush upon, pursue,ὁ δ' Ἄβαντα μετῴχετο Il.5.148
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετοίχομαι
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский